- τακτικότητα
- 1) prawidłowość (f) rzecz.2) regularność (f) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
τακτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού τακτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τακτικός. Η λ., στον λόγιο τ. τακτικότης, μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] … Dictionary of Greek